- συμπαρίπταμαι
- Α1. πετώ μαζί με κάποιον ή κοντά σε κάποιον («ἀετῷ νεοσσὸς ἐγγύθεν συμπαριπτάμενος», Γρηγ. Ναζ.)2.μτφ. παρακολουθώ κάτι κατά την πτήση του («συμπαρίπταται δὲ τοῑς πτηνοῑς τῇ τοῡ νοῡ δυνάμει», Γρηγ. Νύσσ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + παρίπταμαι «πετώ κοντά»].
Dictionary of Greek. 2013.