συμπαρίπταμαι

συμπαρίπταμαι
Α
1. πετώ μαζί με κάποιον ή κοντά σε κάποιον («ἀετῷ νεοσσὸς ἐγγύθεν συμπαριπτάμενος», Γρηγ. Ναζ.)
2.μτφ. παρακολουθώ κάτι κατά την πτήση του («συμπαρίπταται δὲ τοῑς πτηνοῑς τῇ τοῡ νοῡ δυνάμει», Γρηγ. Νύσσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + παρίπταμαι «πετώ κοντά»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • συμπαρίπταμαι — fly along with pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπαριπτάμενος — συμπαρίπταμαι fly along with pres part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπαρίπταται — συμπαρίπταμαι fly along with pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπαριπτάμην — συμπαρῑπτάμην , συμπαρίπταμαι fly along with imperf ind mp 1st sg συμπαρίπταμαι fly along with imperf ind mp 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπαρίπτατο — συμπαρί̱πτατο , συμπαρίπταμαι fly along with imperf ind mp 3rd sg συμπαρίπταμαι fly along with imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”